ἐκδειμαίνω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
strengthd. for δειμαίνω, Hld.9.8, Hierocl.in CA13p.448M.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδειμαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ δειμαίνω, Ἡλιόδ. 9. 8.
Spanish (DGE)
atemorizar, intimidar τοσοῦτος ἦχος ... διὰ τῆς ἀκοῆς τὴν διάνοιαν ἐκδειμαίνων Hld.9.8.3
•abs. οὔτε τοῖς ἐκδειμαίνουσι ταπεινούμενος Hierocl.in CA 13.2, cf. Phot.Bibl.128b33.