ἱπποδρομικός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδρομικός Medium diacritics: ἱπποδρομικός Low diacritics: ιπποδρομικός Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: hippodromikós Transliteration B: hippodromikos Transliteration C: ippodromikos Beta Code: i(ppodromiko/s

English (LSJ)

ή. όν,

   A of horse-racing, ἀγών Sch.Il.23.757.

German (Pape)

[Seite 1259] ἀγών, ὁ, das Wettrennen oder Wettfahren, Schol. Il. 23, 757.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδρομικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱπποδρόμιον, ἱπποδρομικὸς ἀγὼν Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 757.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἱπποδρομικός, -ή, -όν) ιππόδρομος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιπποδρομία, σε ιπποδρομικό αγώνα.