ὁππόκα
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
Dor. for ὁπότε (q. v.).
German (Pape)
[Seite 363] dor. = ὁπότε, Theocr. 5, 98. 24, 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὁππόκα: Δωρ. ἀντὶ ὁπότε, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ὁππόκα (Α)
(δωρ., ποιητ. τ.) επίρρ. βλ. οπότε.
Greek Monotonic
ὁππόκα: Δωρ. αντί ὁπότε.
Russian (Dvoretsky)
ὁππόκα: conj. дор. = ὁπότε.