ὑλιβάτης
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τᾱς, ὁ, epith. of τράγος (
A ταῦρος Eust., unmetrically), Antiph.133.3 (anap., cod.A.Ath.; ἠλιβάτας Eust.); also δέλφακας ὑλιβάτους Anaxil.12 (lyr., cod.A Ath.): perh. =
A muclwalker (ὗλις), esp. in Anaxil. l.c., but ἠλιβάτας, -τους are prob. in both places: ὑλιβάταισι occurs with little context in IG22.4762 (i/ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, f. L. für ὑληβάτης oder ὑλοβάτης, Lob. Phryn. 637, findet sich Muc. Scaev. (IX, 217), u. τράγος Ath. IX, 402 e. Vgl. ἀλίβατος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλιβάτης: ὑλίβατος, παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, πλημμελ. γραφ. ἀντὶ ἠλίβατος ἢ -βάτης, ὅπερ ὁ Meineke ἐπανορθοῖ· ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. υλοβάτης.
Russian (Dvoretsky)
ὑλιβάτης: ου ὁ = ὑλοβάτης.