ὑπόβραχυς

From LSJ
Revision as of 15:21, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόβρᾰχυς Medium diacritics: ὑπόβραχυς Low diacritics: υπόβραχυς Capitals: ΥΠΟΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: hypóbrachys Transliteration B: hypobrachys Transliteration C: ypovrachys Beta Code: u(po/braxus

English (LSJ)

εια, υ,

   A rather short in stature, Phld.Acad.Ind. p.51 M.    II in Metric, ὑπόβραχυς (sc. πούς), the foot, Diom.p.481 K.

German (Pape)

[Seite 1212] υ, etwas kurz, ὑπόβραχυ, adv., allmälig, καὶ ἡσυχῇ ὑποχωρεῖν Ael. H. A. 4, 34.

Greek Monolingual

-εία, -υ, Α
1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα
2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ.ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα -∪ - - -.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βραχύς.