νεφεληγερής

From LSJ
Revision as of 10:47, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφεληγερής Medium diacritics: νεφεληγερής Low diacritics: νεφεληγερής Capitals: ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΗΣ
Transliteration A: nephelēgerḗs Transliteration B: nephelēgerēs Transliteration C: nefeligeris Beta Code: nefelhgerh/s

English (LSJ)

έος, ὁ, cloud-gatherer, of Zeus, Q.S. 4.80. See also νεφεληγερέτα, νεφεληγερέτης.

Greek (Liddell-Scott)

νεφεληγερής: έος, ὁ, = νεφεληγερέτα, Κόϊντ. Σμ. 4. 80.

Greek Monolingual

νεφεληγερής, ὁ (Α)
νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -ηγερής (< ἀγείρω «συγκεντρώνω»), πρβλ. ομ-ηγερής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].