κοσμητήριον

From LSJ
Revision as of 11:12, 5 September 2020 by Spiros (talk | contribs)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητήριον Medium diacritics: κοσμητήριον Low diacritics: κοσμητήριον Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kosmētḗrion Transliteration B: kosmētērion Transliteration C: kosmitirion Beta Code: kosmhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A dressin groom, changing room, locker room, changeroom, Paus.2.7.5.    II = κόσμητρον, Hsch.s.v. κάλλυντρα.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήριον: τό, δωμάτιον τοῦ ἱματισμοῦ, τῆς ἐνδύσεως καὶ τοῦ καλλωπισμοῦ, καλλυντήριον, Παυσ. 2. 7, 5. ΙΙ. = κόσμητρον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοσμητήριον, τὸ (Α) κοσμώ
θήκη αγαλμάτων που προσάγονταν στους μύστες κατά την τέλεση τών μυστηρίων.