καταμαρτυρώ
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
(AM καταμαρτυρῶ, -έω)
μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ
αρχ.
1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, -έομαι
α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου
β) (για μαρτυρία) φέρομαι εναντίον κάποιου
2. βεβαιώνω
3. αστρολ. ασκώ κακή επίδραση σε κάποιον.