ενοχοποιώ
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
(AM ἐνοχοποιῶ, -έω)
καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο
μσν.
1. αναλαμβάνω την υποχρέωση
2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον.