γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
P. and V. τραχύτης, ἡ, P. σκληρότης. ἡ, χαλεπότης, ἡ, αὐστηρότης, ἡ.
crabbedness: Ar. and P. δυσκολία, ἡ.
frugality: Ar. and P. φειδωλία, ἡ.