derangement
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. ταραχή, ἡ, ἀταξία, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
mental derangement: P. and V. μανία, ἡ, τὸ μανιῶδες, Ar. and P. παράνοια, ἡ, παραφροσύνη, ἡ.