Ληναγέτας
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
α, ὁ, (Λῆναι)
A leader of Bacchanals, θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.).
Greek Monolingual
Ληναγέτας, ὁ (Α)
ο αρχηγός της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆναι + -ᾱγέτας (δωρ. τ. του -αγέτης< ἄγω). Το -ᾱ- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].