Στώαξ
From LSJ
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, (στοά)
A one of the Porch, i. e. a Stoic, Herm.Iamb.1.
Greek (Liddell-Scott)
Στώαξ: -ᾱκος, ὁ, (στοὰ) εἷς τῶν τῆς Στοᾶς, (σκωπτικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Στωϊκός), Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 563D.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βλ. Στόαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βλ. Στόαξ.