αὐτοχειρί
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
Adv. of foreg.,
A with one's own hand, Lycurg.122, Paus.7.16.6, Onos.33 tit.; dub. l. in E.Or.1040.
German (Pape)
[Seite 404] mit eigner Hand, Eur. Or. 1040; ἀποκτείνειν Lycurg. Leocr. 122; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχειρί: ἐπίρρ. τοῦ προηγουμ., τῇ ἰδίᾳ χειρί, ἰδιοχείρως, Λυκοῦργ. 165. 8, Παυσ. 7. 16, 4, πρβλ. Πόρσ. Ὀρ. 1037· πρβλ. αὐτοχερί.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐτόχειρι E.Or.1041; αὐτοχερί Call.Epigr.20.3, Man.3.200
adv. con la propia mano, por propia mano ἀλλ' αὐ. θνῄσχ' ὅτῳ βούλῃ τρόπῳ E.l.c., αὐ. ἀπέκτεινεν Lycurg.122, cf. Call.l.c., Paus.7.16.6, I.BI 7.393, Polyaen.Exc.8.38.13, αὐτοχειρὶ πολεμεῖν Onas.33.1
•c. gen. a manos de αἱ δὲ ... αὐ. σφετέρων ποσίων ἐδάμησαν Man.3.200; cf. αὐτόχειρ.