βολβώδης
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ες,
A bulbous, Thphr.HP7.13.9.
Greek (Liddell-Scott)
βολβώδης: -ες, = βολβοειδής, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 13, 8.
Spanish (DGE)
v. βολβοειδής.
Greek Monolingual
-ες (Α βολβώδης, -ες) βολβός
ο βολβοειδής.