βουδύτης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, a bird, perh.
A wagtail, Dionys.Av.3.2.
German (Pape)
[Seite 456] ὁ, ein kleiner Vogel, Opp. Ixeut. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
βουδύτης: -ου, ὁ, μικρὸν πτηνόν, πιθ. ἡ «σουσουράδα» Ὀππ. Ἰξ. 3. 2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. prob. motacilla, aguzanieves, Motacilla sp., D.P.Au.3.2.