usual
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθάς (Dem. 605), P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
it is usual: P. and V. νομίζεται.
such things as are usual: V. οἷάπερ νομίζεται (Aesch., Agamemnon 1046).