γεοειδής
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ές,
A = γεώδης, Ti.Locr.101a, Arist.GA731b13, HA555b28.
German (Pape)
[Seite 484] ές, erdartig, erdig, Tim. Locr. 101 a; Arist. H. A. 5, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεοειδής: -ές, πρὸς γῆς ἢ χῶμα ὅμοιος, Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον γεώδης.
Spanish (DGE)
-ές
de naturaleza terrosa, terroso, formado por tierra γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.GA 731b13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.HA 555b28, cf. Plu.2.430d.
Greek Monolingual
γεοειδής (-οῡς), -ές (Α)
ο όμοιος με χώμα.
Russian (Dvoretsky)
γεοειδής: Plat., Arst. = γεώδης.