γυμνοπόδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A kind of sandal or slipper, Poll.7.94.
German (Pape)
[Seite 509] τό, eine Art Fußbekleidung der Frauen, Poll. 7, 94.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνοπόδιον: τό, γυναικεῖον ὑπόδημα, Πολυδ. Ζ΄,94.
Spanish (DGE)
-ου, τό cierto tipo de sandalia Poll.7.94.
Greek Monolingual
γυμνοπόδιον, το (Α)
είδος γυναικείου υποδήματος.