δείνωμα
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ατος, τό,
A exaggerated view, τὸ δ. τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286S.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
exageración, opinión exagerada τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286.
Greek Monolingual
δείνωμα, το (AM) (Μ και δείνωμαν) δεινώ
μσν.
η σοβαροποίηση
αρχ.
εξογκωμένη, υπερβολική άποψη.