εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: δενδρότης | Medium diacritics: δενδρότης | Low diacritics: δενδρότης | Capitals: ΔΕΝΔΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: dendrótēs | Transliteration B: dendrotēs | Transliteration C: dendrotis | Beta Code: dendro/ths |
ητος, ἡ,
A growth of trees, Suid.
δενδρότης, η (Α)
η αύξηση τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον (πρβλ. αδελφότης < αδελφός, και θεότης < θεός)].