διαζευγμός
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ὁ,
A = διάζευξις, Plb.10.7.1.
German (Pape)
[Seite 577] ὁ, Trennung, Pol. 10, 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαζευγμός: ὁ, = διάζευξις, Πολύβ. 10. 7, 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ separación, desunión Plb.10.7.1.
Greek Monolingual
διαζευγμός, ο (Α)
η διάζευξη.
Russian (Dvoretsky)
διαζευγμός: ὁ разделение, разобщение (τῶν στρατοπέδων Polyb.).