διαμορφωτικός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ή, όν,
A formative, φύσις Ptol.Tetr.142.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.