διαμορφωτικός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμορφωτικός Medium diacritics: διαμορφωτικός Low diacritics: διαμορφωτικός Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diamorphōtikós Transliteration B: diamorphōtikos Transliteration C: diamorfotikos Beta Code: diamorfwtiko/s

English (LSJ)

διαμορφωτική, διαμορφωτικόν, formative, φύσις Ptol.Tetr.142.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.