δισπερίοδος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ,
A twice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ IG3.129 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
δισπερίοδος: κήρυξ, CIA ΙΙΙ. 129· ― πρβλ. τρισπερίοδος. Ἴδε Λεξικ. Κουμανούδ.