δουλευτός
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Full diacritics: δουλευτός | Medium diacritics: δουλευτός | Low diacritics: δουλευτός | Capitals: ΔΟΥΛΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: douleutós | Transliteration B: douleutos | Transliteration C: douleftos | Beta Code: douleuto/s |
ή, όν,
A servile, Al.Le.23.7.
-ή, -όν servil ἔργον Al.Le.23.7.
-ή, -ό (Α δουλευτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος καλά
αρχ.
δουλικός.