δουλευτός

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλευτός Medium diacritics: δουλευτός Low diacritics: δουλευτός Capitals: ΔΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: douleutós Transliteration B: douleutos Transliteration C: douleftos Beta Code: douleuto/s

English (LSJ)

δουλευτή, δουλευτόν, servile, Al.Le.23.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν servil ἔργον Al.Le.23.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δουλευτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος καλά
αρχ.
δουλικός.