δουλίδιον
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
τό, Dim. of δουλίς, Hsch.
A s.v. θεράπνιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de δούλη sirvienta jovencita, o despect. esclavita glos. a θεράπνιον Hsch.θ 337.