δυσανάγνωστος
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ον,
A hard to read, prob. for δύσγνωστος, Plb.3.32.1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de leer la obra del propio Polibio, por su extensión, Plb.3.32.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσανάγνωστος, -ον)
(για τον γραφικό χαρακτήρα ή για κείμενο) αυτός που προκαλεί δυσχέρειες στον αναγνώστη, που διαβάζεται δύσκολα.