εὐδίοπτος

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδίοπτος Medium diacritics: εὐδίοπτος Low diacritics: ευδίοπτος Capitals: ΕΥΔΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eudíoptos Transliteration B: eudioptos Transliteration C: evdioptos Beta Code: eu)di/optos

English (LSJ)

ον,

   A easy to see through, Arist.PA658a5, Pr.932b8 (Comp.), cf. Thphr.Sens.80; τὸ εὐ. τῆς θαλάσσης Arist.GA779b31.

German (Pape)

[Seite 1062] gut zu durchsehen, durchsichtig, Arist. oft, z. B. Probl. 21, 8, 9, im comparat.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδίοπτος: -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38· τὸ εὐδ., διαφάνεια, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.

Greek Monolingual

εὐδίοπτος, -ον (Α)
1. αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί κάποιος να δει εύκολα, ο διαφανής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδίοπτον
η διαφάνεια («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δί-οπτος «διαφανής»].

Russian (Dvoretsky)

εὐδίοπτος: прозрачный (ἀήρ Arst.).