εὐφάνταστος

From LSJ
Revision as of 16:35, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "in de An." to "in de An.")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφάνταστος Medium diacritics: εὐφάνταστος Low diacritics: ευφάνταστος Capitals: ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euphántastos Transliteration B: euphantastos Transliteration C: effantastos Beta Code: eu)fa/ntastos

English (LSJ)

ον,

   A imaginative, Phlp.in de An.155.30, Platon.Diff.Com.15.    II easily imagined, Procl. in Prm.p.518S.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα
αρχ.
1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός
2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντάζομαι].