θριαμβευτής

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῐαμβευτής Medium diacritics: θριαμβευτής Low diacritics: θριαμβευτής Capitals: ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: thriambeutḗs Transliteration B: thriambeutēs Transliteration C: thriamveftis Beta Code: qriambeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who enjoys a triumph, Suid.

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ, der Triumphator, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θριαμβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. -εύτρια) θριαμβεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο.