καινιστής
From LSJ
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
οῦ, ὁ, =
A innovator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1294] ὁ, der Neuerer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινιστής: -οῦ, ὁ, νεωτεριστής, Εὐστ. Πονημάτ. 207. 47.
Greek Monolingual
καινιστής, ὁ (Μ) καινίζω
νεωτεριστής.