καθυπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπόκειμαι Medium diacritics: καθυπόκειμαι Low diacritics: καθυπόκειμαι Capitals: ΚΑΘΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: kathypókeimai Transliteration B: kathypokeimai Transliteration C: kathypokeimai Beta Code: kaqupo/keimai

English (LSJ)

strengthd. for ὑπόκ-,

   A to be 'in being', 'in evidence', Artem.1.1.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. κεῖμαι), = ὑπόκειμαι, Artemidor. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπόκειμαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπόκειμαι, Ἀρτεμίδ. ἐν Ὀνειρ. 1. 1.

Greek Monolingual

καθυπόκειμαι (Α)
επιτατ. του ὑπόκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπό-κειμαι «βρίσκομαι από κάτω»].