ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: κᾰκόφῐλος | Medium diacritics: κακόφιλος | Low diacritics: κακόφιλος | Capitals: ΚΑΚΟΦΙΛΟΣ |
Transliteration A: kakóphilos | Transliteration B: kakophilos | Transliteration C: kakofilos | Beta Code: kako/filos |
ὁ,
A bad friend, Phld.Lib.p.24 O., Cat.Cod.Astr.8(4).146.
κακόφιλος: ὁ, κακὸς φίλος, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγραφ. Πονημάτ. σ. 11.
κακόφιλος, ὁ (AM)
κακός φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. καινό-φιλος, μυριό-φιλος].