κακόδερμος
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
English (LSJ)
ον,
A with a bad skin, Sch.Theoc.4.63.
German (Pape)
[Seite 1299] mit schlechtem Felle, Schol. Theocr. 4 extr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόδερμος: -ον, ἔχων κακὸν δέρμα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
κακόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -δέρμος (< δέρμα), πρβλ. μονό-δερμος, στερεό-δερμος].