καινισμός
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
English (LSJ)
ὁ,
A renewal, PLond. 2.354.16 (ii B. C.). 2 innovation, Vett.Val.192.15, Just.Nov.20.4, 11.8.6.
German (Pape)
[Seite 1294] ὁ, die Neuerung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινισμός: ὁ, νεωτερισμός, Θεόφιλος Ἀντικ. 2. 14, σ. 358, Reitz.
Greek Monolingual
καινισμός, ὁ (AM) καινίζω
1. ανακαίνιση, ανανέωση
2. νεωτερισμός, καινοτομία.