καλαμόκρινον
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
τό, prob.
A = κάλαμος ἀρωματικός, Aët.1.132.
Greek Monolingual
καλαμόκρινον, τὸ (Α)
αρωματικό καλάμι, κν. σπαθόχορτο, σπαθάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κρίνος].