καπρών
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A pig-sty, IG11(2).154A 41 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
καπρών, -ῶνος, ὁ (Α)
χοιροστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + κατάλ. -ών δηλωτική τόπου (πρβλ. αμπελ-ών, ελαι-ών)].