καταγεώτης
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ου, ὁ,
A grave-digger, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καταγεώτης: -ου, ὁ, νεκροθάπτης, «καταγεῶται· οἱ θάπτοντες τοὺς τελευτῶντας, οἰκοῦσι δὲ ἔξω τῶν πόλεων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καταγεώτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) ο νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατά-γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. του κατά-γειος (πρβλ. λεπτό-γεως, μεσό-γεως)].