καταλιφή

From LSJ
Revision as of 18:59, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλῐφή Medium diacritics: καταλιφή Low diacritics: καταλιφή Capitals: ΚΑΤΑΛΙΦΗ
Transliteration A: kataliphḗ Transliteration B: kataliphē Transliteration C: katalifi Beta Code: katalifh/

English (LSJ)

ἡ,

   A plastering, whitewashing, IG22.1664.12 (iv B.C.), OGI737.10 (Memphis, ii B.C.).

Greek Monolingual

καταλιφή, ἡ (Α)
αμμοκονίαση, σοβάντισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παράλληλος του ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei-bh-, αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα].