κιβωτοειδής

From LSJ
Revision as of 10:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑβωτοειδής Medium diacritics: κιβωτοειδής Low diacritics: κιβωτοειδής Capitals: ΚΙΒΩΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kibōtoeidḗs Transliteration B: kibōtoeidēs Transliteration C: kivotoeidis Beta Code: kibwtoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a chest, Hsch. s.v. θίβη.

German (Pape)

[Seite 1436] ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κῑβωτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιβώτιον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θίβη.

Greek Monolingual

κιβωτοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ειδής (< είδος)].