κοιτωνοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτωνοφύλαξ Medium diacritics: κοιτωνοφύλαξ Low diacritics: κοιτωνοφύλαξ Capitals: ΚΟΙΤΩΝΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: koitōnophýlax Transliteration B: koitōnophylax Transliteration C: koitonofylaks Beta Code: koitwnofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.

German (Pape)

[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.

Greek Monolingual

κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θαλαμο-φύλαξ)].