κοραῖος
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
α, ον,
A of a maiden, ἠλακάτης δὲ κοραίης Epic.inArch.Pap.7.8.
Greek Monolingual
κοραῑος, -αία, -ον (Α) κόρη
πάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).