κοχλοειδής
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
ές,
A = κοχλιοειδής, γραμμή conchoid, Papp.244, etc.
Greek Monolingual
κοχλοειδής, -ές (AM)
κοχλιοειδής.
επίρρ...
κοχλοειδῶς (Α)
σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -ειδής (< εἶδος)].