κριόμορφος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ramformed, Sch.rec.A.R.1.256.
German (Pape)
[Seite 1510] wie ein Widder gestaltet, ναῦς, Schol. Paris. An. Rh. 1, 256.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντό-μορφος, ταυρό-μορφος].