κωδύα
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ἡ,
A head, i.e. capsule, of the poppy, Thphr.HP9.12.4, Damocr. ap. Gal.13.40, Dsc.4.63 (v.l. -ίαις), 64, Sor.1.120 (τῇ διακωδίων cod.), Ruf.Ren.Ves.1.15; imitated as an ornament of ἧλοι, IG 22.1457.14, 1544.38, al.; head, i.e.fruit, of the Nile water-lily, Nymphaea stellata, Thphr.HP4.8.10; of the Egyptian bean, Nelumbium speciosum, ib.7. [[[κωδύᾱ]] acc. to Hdn.Gr.1.302, and so in Damocr. l.c., but κώδυα in Ar.Fr.117 ap.Harp.Epit., Phot., cf. sq.]
German (Pape)
[Seite 1541] ἡ, = κώδεια, Mohnkopf; auch von anderen Pflanzen, Theophr.; auch κώδυον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 302.
Greek (Liddell-Scott)
κωδύα: ἡ, ἡ κεφαλὴ τοῦ Αἰγυπτιακοῦ κυάμου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Γαλην.· ἐν χρήσει ὡς κόσμημα, Ἐπιγραφ. ἐν τῷ Michaëlis’ Parth.· ὡσαύτως κώδυον, τό, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6, 8, 1, Ἀθήν.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 302.
Greek Monolingual
κωδύα, ἡ (Α)
η κάψα ορισμένων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κώδεια.