λευκασία

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰσία Medium diacritics: λευκασία Low diacritics: λευκασία Capitals: ΛΕΥΚΑΣΙΑ
Transliteration A: leukasía Transliteration B: leukasia Transliteration C: lefkasia Beta Code: leukasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = λεύκωσις 11, of artificial pearls, PHolm.3.6.

Greek Monolingual

λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.