λιθόσπερμον
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
τό,
A gromwell, Lithospermum officinale, Dsc.3.141, Ps.-Gal.19.694.
German (Pape)
[Seite 46] τό, Steinsaamen, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόσπερμον: τό, φυτόν τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, σπέρμα δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.