μαγευτής

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγευτής Medium diacritics: μαγευτής Low diacritics: μαγευτής Capitals: ΜΑΓΕΥΤΗΣ
Transliteration A: mageutḗs Transliteration B: mageutēs Transliteration C: mageftis Beta Code: mageuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = μάγος, D.C.52.36.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγευτής: -οῦ, ὁ, = μάγος, Δίων Κ. 52. 36· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 316.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) μαγεύω
μάγος
νεοελλ.
ως επίθ.
1. μαγικός
2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση»).